- μυττωτός
- μυττωτόςsavoury dish of cheesemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυττωτός — και μυσωτός, ιων. τ. μυσσωτός, ὁ (Α) χυλώδες έδεσμα που παρασκευαζόταν κυρίως από σκόρδα, ελιές, τυρί, μέλι κ.ά., ανάμικτα και κοπανισμένα, είδος σκορδαλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα,… … Dictionary of Greek
μυττωτοῦ — μυττωτός savoury dish of cheese masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυττωτούς — μυττωτός savoury dish of cheese masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυττωτῷ — μυττωτός savoury dish of cheese masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυττωτόν — μυττωτός savoury dish of cheese masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυσσ<ωτ>ότριβον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀλετρίβανον». [ΕΤΥΜΟΛ. < μυττωτός (μυσσωτός*) + τρίβω] … Dictionary of Greek
μυσωτός — μυσωτός, ὁ (Α) βλ. μυττωτός … Dictionary of Greek
μυττωτεύω — (Α) [μυττωτός] κόβω σε πολύ μικρά κομμάτια, λειανίζω … Dictionary of Greek
μυττωτοδοχείο — το το επιτραπέζιο δοχείο τής μουστάρδας, μουσταρδιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυττωτός + δοχείο] … Dictionary of Greek
μύμα — μῡμα, ατος, τὸ (Α) 1. είδος εδέσματος από ψιλοκομμένο κρέας ανάμικτο με αίμα, τυρί, μέλι, ξίδι και αρωματικά φυτά 2. (κατά τον Ησύχ.) «θριδάκων τρῑμμα καὶ ὑπόχυμά τι». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. θυμίζει το μυττωτός] … Dictionary of Greek